- προσωποποιώ
- προσωποποιώ, προσωποποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… … Dictionary of Greek
προσωποποιώ — προσωποποίησα, προσωποποιήθηκα, προσωποποιημένος, αποδίδω σε πράγμα ή σε αφηρημένη έννοια ανθρώπινη υπόσταση: Οι αρχαίοι προσωποποίησαν τις δυνάμεις της φύσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ανειδωλοποιώ — ἀνειδωλοποιῶ ( έω) (Α) 1. παριστάνω με εικόνα, περιγράφω 2. σχηματίζω εικόνα ή ιδέα ενός πράγματος, φαντάζομαι 3. προσωποποιώ … Dictionary of Greek
προσωποποίηση — η / προσωποποίησις, ήσεως, ΝΜ [προσωποποιώ] σχήμα λόγου κατά το οποίο αποδίδονται ζωή, ενέργεια και ανθρώπινες ιδιότητες σε άψυχα όντα, σε στοιχεία τής φύσης, σε ζώα και φυτά, σε νεκρούς και σε αφηρημένες έννοιες («είναι η προσωποποίηση τής… … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
εκπροσωπώ — εκπροσώπησα, εκπροσωπήθηκα, εκπροσωπημένος, μτβ. 1. αντιπροσωπεύοντας κάποιον ενεργώ στο όνομά του και για λογαριασμό του: Την Ελλάδα στο διεθνές συνέδριο την εκπροσώπησε ο πρωθυπουργός. 2. μτφ., προσωποποιώ αφηρημένη έννοια, εμφανίζομαι ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)